болѧрьскыи — (11) пр. к болѩринъ: он же послушавъ рѣчи Ростовьское. и болѩрьское величавы будущи. ЛЛ 1377, 128 об. (1177); а села болѩрьска˫а взѩша. и кони. и скотъ. Там же, 129 (1177); хотѣша послати по землѩ(м) головы и рукы болѩрьскыѣ. Там же, 170 (1283);… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
бояринъ — БО˫АРИН|Ъ (459), А с. Член высшего сословия в феодальном обществе: оже оуръвѣть бороды немьчиць бо˫ариноу. или коуноемьчи дати емоу •е҃• гри(в) сѣрѣбра. Гр ок. 1239 (смол.); Аже въ бо˫арѣхъ. или въ дроужинѣ. то за кнѩзѩ задница не идеть. РПр сп.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
COMITIA — orum, plural. numer. conventus populi ad creandos magistratus, leges ferendas, et alia cum populo agenda, a comeundo appellata, ita enim veteres loquebantur, vel a coeundo. Leguntur autem Comitia Consularia, Praetoria, Quaestoria, Tribunitia,… … Hofmann J. Lexicon universale
JUDICIA — in Rep. Rom. primum penes Senatum fuêrunt, ex lege Romuli, cuius meminir Dion. Halic. quod eriam longo rempore sub Consulibus observatum. Donec C. Sempronius Gracchus Tr. Pl. lege latâ, ea ad solos Equires transtulit, postquam paucis ante Annis… … Hofmann J. Lexicon universale
διατρέπω — (Α) 1. αποτρέπω, μετατρέπω 2. παθ. απομακρύνομαι από τον σκοπό μου («οὐ μόνον τὸ πλῆθος ἀλλὰ καὶ τὴν σύγκλητον αὐτὴν συνέβη διατραπῆναι», Πολ.) 3. (με αιτ.) φοβάμαι, ντρέπομαι («μηδὲ ὄχλον ἀδίκως σε δυσωποῡντα διατραπῆς», Επίκτητος) 4. αποστρέφω… … Dictionary of Greek
κήρυγμα — το (ΑΜ κήρυγμα, ύγματος) [κηρύσσω] 1. αυτό που αναγγέλλει ο κήρυκας, προκήρυξη, ανακοίνωση, γνωστοποίηση («προελθὼν ὁ κήρυξ... ἐκήρυττε τὸ κάλλιστον κήρυγμα», Αισχίν.) 2. προφορική ή γραπτή διδασκαλία, προτροπή σε κάτι (α. «άρχισε πάλι να μού… … Dictionary of Greek
κλινίδιον — κλινίδιον, τὸ (Α) [κλίνη] 1. κλινάριον* 2. φορείο, φορητή κλίνη («ἐν κλινιδίῳ... κομισθεὶς εἰς τὴν σύγκλητον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
στήσιος — ὁ, Α [ἵστημί] προσωνυμία τού Διός («ἐκάλει τὴν σύγκλητον εἰς τὸ τοῡ Στησίου Διὸς ἱερόν, ὃν Στάτορα Ῥωμαῑοι καλοῡσιν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
συνεπιγνώμων — ον, Μ αυτός που δικάζει μαζί με κάποιον («τὴν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον συνεπιγνώμονας ταύτης τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῑν», Ιουστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιγνώμων «αιρετός, κριτής, διαιτητής, εκτιμητής, επόπτης»] … Dictionary of Greek
σύγκλητος — Νομοθετικό και διοικητικό σώμα διάφορων πολιτειών και κυρίως η ρωμαϊκή γερουσία (senatus). Στην αρχαία Αθήνα Σ. λεγόταν, η έκτακτη σύνοδος της εκκλησίας του δήμου (σύγκλητος εκκλησία). Σ. λέγεται σήμερα το ανώτατο διοικητικό σώμα από καθηγητές… … Dictionary of Greek